Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πενιχρός
- απόδοση: που είναι λίγος / ανεπαρκής / ασήμαντος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από την μετάβαση στην αλλοδαπή απεκόμισε πενιχρά οφέλη
δια τις παρεχόμενες υπηρεσίες του έλαβε πενιχρή αμοιβή
παρά την πολυετή απασχόληση αμείβεται με πενιχρό μισθό