Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρουσιαζόμενος
- απόδοση: ο εμφανιζόμενος σε άτομο ή ομάδα ατόμων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αξιοποίησε στο έπακρον την παρουσιαζόμενη ευκαιρία
απόλαυσε με την θυγατέρα του την παρουσιαζόμενη παράσταση του Ηρωδείου
πρόκειται για κατά καιρούς παρουσιαζόμενο φαινόμενο