Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παράτυπος
- απόδοση: ο κατά παράβαση των τυπικών κανόνων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παράτυπες & αυθαίρετες οι εκτελούμενες εργασίες υπό το απαθές βλέμμα της Ναοδομίας