Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρατηρούμενος
- απόδοση: που διαπιστώνεται ότι συμβαίνει / που γίνεται αντιληπτό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν μη τι άλλο η παρατηρούμενη συμπεριφορά προκαλεί γέλιο
η παρατηρούμενη ταχυκαρδία προέρχεται από εκνευρισμό & αφήνει αδιάφορο τον εξετάζοντα ιατρό
οι πάντες δέχονται πως ο Υπουργός επί των Οικονομικών αδυνατεί να αντιμετωπίσει διεξοδικά την παρατηρούμενη φοροδιαφυγή
τον ιατρό θορύβησε εντόνως η παρατηρούμενη χαλάρωση του μυϊκού συστήματος στα κάτω άκρα του πάσχοντα πατέρα