Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρακμιακός
- απόδοση: που βρίσκεται σε παρακμή / που συμβαίνει σε περίοδο παρακμής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η επιχείρηση βρίσκεται σε παρακμιακή κατάσταση λόγω κακοδιαχείρισης
παρακμιακός τύπος της εκπίπτουσας αστικής τάξης της Ελλάδος