Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραδοσιακός
- απόδοση: που αναφέρεται ή γίνεται σύμφωνα με την παράδοση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί παραδοσιακό οικισμό του Παρνασσού
βιβλιοδετεί ακόμη & σήμερα ακολουθών παραδοσιακή τεχνική
οπαδός της παραδοσιακής αριστεράς
συχνάζει σε παραδοσιακό ταβερνείο > καφενείο > μαγειρείο
τελευταία παρακολουθεί μαθήματα παραδοσιακών χορών