Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραδόπιστος
- απόδοση: που αγαπάει το χρήμα με υπερβολή / που πιστεύει κυρίως στο χρήμα
- συγγενές: φιλοχρήματος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
όσο & αν επιμελώς το συγκαλύπτει είναι πρόδηλο το γεγονός πως πρόκειται για παραδόπιστο σε μεγάλο βαθμό