Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πανσπερμικός
- απόδοση: ο συνυπάρχων στον ίδιο χώρο μετά ποικίλων & διαφορετικών ειδών
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Ελλάς δια της αθρόας εισόδου μεταναστών οδεύει σε πανσπερμική κατάσταση πραγμάτων