Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παλαιικός
- απόδοση: που ανήκει σε παλαιά εποχή
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο Υμηττός βρίθει από παλαιικά μοναστήρια
προτιμά τις παλαιικές εκδόσεις βιβλίων
συλλέγει παλαιικά έπιπλα > πράγματα > αντικείμενα