Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παθών
- απόδοση: που του συνέβη κακό
- γένη: -ών -ούσα -όν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ασφαλιστική εταιρεία θα αποζημιώσει πλήρως την παθούσα οικογένεια
θυμίζω στους παθόντες τις πράξεις του κρινόμενου