Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικιακός
- απόδοση: που αναφέρεται στην κατοικία & στην κατοικούσα οικογένεια
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & άνδρας αρέσκεται στις οικιακές εργασίες
η επιχείρηση μεταξύ των άλλων εισάγει οικιακές συσκευές
το διαμέρισμα διαθέτει επαρκή οικιακό εξοπλισμό
το παρόν προορίζεται για οικιακή χρήση