Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θέση
- απόδοση: το τοπικό σημείο χώρου / η υπηρεσία που απασχολείται κάποιος / ο ρόλος που διαδραματίζει κάτι επί του συνόλου / άποψη επί θέματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίσκεται σε λ υπεροχής
δεν είναι καν συζητήσιμος κι οι θέσεις του είναι απόλυτες
επί των πολιτικών πραγμάτων επέλεξε θέσεις ακραίες
με τα λαμβανόμενα μέτρα προέκυψαν νέες θέσεις εργασίας
τουλάχιστον αυτός απ΄ αρχής ξεκαθάρισε τη λ του