Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παγκόσμιος
- απόδοση: που αναφέρεται στο σύνολο του κόσμου ή έστω στο μεγαλύτερο μέρος αυτού / που αναφέρεται στο σύμπαν
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο
αποτέλεσε παγκόσμια τραγωδία
εις εξ αυτών που δρουν για την παγκόσμια διακυβέρνηση
επέτυχε δια του αποτελέσματος που επέφερε παγκόσμια επιτυχία
η παγκόσμια ιστορία κατέγραψε την γείτονα χώρα ως αποτελούσα το πολιτισμικό αίσχος της Ευρώπης
σε παγκόσμια κλίμακα
τα επακόλουθα του παγκοσμίου πολέμου