Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιτόπιος
- απόδοση: που γίνεται στην αυτή θέση ή περιοχή
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τα ταχυφαγεία διαθέτουν χώρο για επιτόπια κατανάλωση φαγητού ή ποτού