Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παροχή
- απόδοση: το αποτέλεσμα του παρέχω
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διεκόπη επί τρίωρο & λόγω εργασιών η παροχή ύδατος
η Κυβέρνηση αμελεί την παροχή κοινωνικού έργου
του ζητήθηκε παροχή βοήθειας την οποία & δεν προσέφερε
υπέβαλε αίτηση στη ΔΕΗ για εγκατάσταση μετρητή παροχής ρεύματος