Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύνοικος
- απόδοση: συγκάτοικος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιλήφθην ιδίοις όμμασι την σύνοικό του να περιφέρεται νύκτωρ μετά νεαρού επί της Συγγρού προκλητικά ενδεδυμένη