Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συστεγαζόμενος
- απόδοση: που συνυπάρχει υπό κοινή σκέπη
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για συστεγαζόμενη επιχείρηση φαρμακοποιών