Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταφανής
- απόδοση: που είναι ολοφάνερος / για τον οποίο δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καταφανώς αδιάφορος > ενθουσιασμένος > πεπεισμένος > καιροσκόπος
το απέδειξε λ η εμπειρία του παρελθόντος