Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τρόφιμος
- απόδοση: που ζει & διατρέφεται σε ίδρυμα ή σε άσυλο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά τα νεανικά του διετέλεσε λ αναμορφωτηρίου > σωφρονιστικού καταστήματος > φυλακών
κατά το γήρας κατέληξε λ πτωχοκομείου
κατέληξε λ ιδρύματος απόρων
λ οίκου ευγηρίας
υπήρξε λ ασύλου ανιάτων όπου & αποβίωσε σε πλήρη εγκατάλειψη από τους οικείους
υπήρξε λ ψυχιατρικής κλινικής επί μακρόν
ως σπουδαστής υπήρξε λ φοιτητικής εστίας