Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποψήφιος
- απόδοση: που επιδιώκει την κατάληψη αξιώματος συμμετέχοντας σε εκλογή με ψηφοφορία / που λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό με σκοπό να καταλάβει θέση σπουδαστική ή εργασίας / που βρίσκεται σε προστάδιο υλοποίησης στόχου
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εις εκ των υποψηφίων για το πρωθυπουργικό αξίωμα
κατέβηκε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος
να σας συστήσω τον υποψήφιο σύζυγο της κυρίας