Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρώην
- απόδοση: άτομο ή κατάσταση πραγμάτων που είχε κάποτε την αναφερόμενη ιδιότητα / που υπήρχε ή συνέβαινε στο παρελθόν
- άκλιτο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Αλγερία είναι λ αποικία της Γαλλίας
πρόκειται για τα λ ανάκτορα & νυν Κοινοβούλιο
στην εκδήλωση παρευρέθηκε ο λ πρωθυπουργός > υπουργός
στην εκδήλωση προσεκλήθη & ο λ διευθυντής
συναντήθηκε όλως τυχαίως με τον λ σύζυγο
το Ναύπλιο είναι λ πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους
πρώην…
λ Βασιλεύς των Ελλήνων
λ ένοικος
λ ερωμένη
λ ιδιοκτήτης της επιχείρησης
λ ιερομόναχος
λ ναυτικός