Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρέπων
- απόδοση: που είναι όπως αρμόζει στην περίσταση / ο ταιριαστός
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγημα απέδωσε στον επίσημο προσκεκλημένο τις πρέπουσες τιμές
επέδειξε την πρέπουσα συμπεριφορά
του απέδωσε την πρέπουσα αξία > σημασία
του έδωσε την πρέπουσα απάντηση δεόντως
υπέστη την πρέπουσα τιμωρία