Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μέσον
- απόδοση: το χρησιμοποιούμενο δια την επίτευξη σκοπού
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί να υλοποιήσει το εγχείρημα λόγω ελλείψεως τεχνικών μέσων
αποτελεί το κινητό το πλέον διαδεδομένο μέσον επικοινωνίας
προβάλετε τελευταίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
προτίμησε μέσον μαζικής μεταφοράς αντί ταξί
το αντιλαμβάνεται ως μέσον σωτηρίας