Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κινητός
- απόδοση: μετακινούμενος ή μεταφερόμενος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται σε κινητό εργαστήριο μετρήσεων ατμοσφαιρικών ρύπων
ο τηλεοπτικός σταθμός διαθέτει κινητό συνεργείο εξωτερικών μεταδόσεων
στο στρατόπεδο αφίχθη κινητή μονάδα αιμοδοσίας