Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ουσιαστικός
- απόδοση: ο ουσιώδης / ο πραγματικός / ο αληθινός / ο σημαντικός / ο απολύτως αναγκαίος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζήτησε ουσιαστικά οφέλη > ανταλλάγματα
πρόκειται για ουσιαστική παράληψη
του προσέφερε ουσιαστική βοήθεια