Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ορθός
- απόδοση: ο εν ορθία στάση ή κατακόρυφη θέση / που δεν είναι εσφαλμένος σε κάτι
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απουσιάζει η ορθή σκέψη
για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης απαιτείται ορθή διαχείριση
εκφράζει τον ορθό λόγο
√ απόδοση: την ορθή σκέψη
κατέληξε σε ορθή διατύπωση > διαπίστωση > υπόδειξη
ως ηγέτης δύναται να διακρίνει τις ορθές επιλογές