Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ορατός
- απόδοση: που γίνεται αντιληπτός με την όραση / ο θεατός
- αντίθετο: αόρατος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο κίνδυνος επί του οδοστρώματος που αντιμετωπίζουν οι διερχόμενοι οδηγοί δεν είναι ευκόλως λ