Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ολίγος
- απόδοση: λίγος / που δεν επαρκεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι ολίγον έγκυος
ολίγη ειλικρίνεια δεν βλάπτει
ολίγη ησυχία παρακαλώ
ολίγη προσοχή παρακαλώ αγαπητοί μου
ολίγη συνέπεια > υπομονή > λεπτότητα δεν βλάπτει
ολίγον που την ενδιαφέρει
ολίγον φιλότιμο παρακαλώ !
συνηθίζει να απολαμβάνει τον καφέ του με ολίγη
τελικά ως δικηγόρος είναι ολίγος