Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ξένος
- απόδοση: που δεν μου ανήκει / που δεν είναι πολίτης της χώρας στην οποία βρίσκεται / που προέρχεται ή κατάγεται από ξένη χώρα / που δεν είναι οικείος / που δεν τον γνωρίζω / που δεν ανήκει στην ομάδα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η όλη κατάσταση είναι εντελώς ξένη με την παιδεία του
ξένο προς την ελληνική ιδιοσυγκρασία
το όλο θέμα είναι ξένο προς την αγωγή του