Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ταξείδι
- απόδοση: μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον παραμένοντας σε αυτόν ορισμένο χρονικό διάστημα / η δια της φαντασίας μεταφορά σε περασμένες ή μελλοντικές εποχές / η κατάσταση δια της χρήσεως παραισθησιογόνων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναχώρησε οικογενειακώς για την Κύπρο για δεκαήμερο ταξείδι αναψυχής
επιθυμεί ένα ταξείδι μακρινό πέραν της θάλασσας
έσπευσε για ένα ταξείδι αστραπή στην Πάτρα
πρόκειται για ένα ταξείδι επιστροφής σε χρόνο παρελθόντα