Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φορτίο
- απόδοση: αντικείμενο ή ποσότητα αντικειμένων που μεταφέρεται από άνθρωπο ή μεταφορικό μέσο / ευθύνη φροντίδα ή υποχρέωση που το μέγεθός της επιβαρύνει & προκαλεί στον φέροντα δυσανασχέτηση / δυνάμεις που ενεργούν σε φορέα στατικής κατασκευής / ποσότητα ηλεκτρισμού που υπάρχει σε ηλεκτρισμένο σώμα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μεταφορικό μέσο με ικανό ωφέλιμο φορτίο
√ απόδοση: βάρος που μπορεί να μεταφέρει κάποιο μέσον σε αντιδιαστολή με το μεικτό βάρος ή το απόβαροτο πλοίο ήταν κενό φορτίου με ανυψωμένα τα ύφαλα & ορατά πέραν από την επιφάνεια της θάλασσας
το πλοίο μετέφερε χύδην φορτίο εξ Ινδιών