Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χρωματισμένος
- απόδοση: επιφάνεια καλυμμένη με χρώμα / το να εκφράζομαι με ιδιαίτερο τρόπο προκειμένου να τονισθούν συναισθήματα ή σκέψεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ειπώθηκαν λόγια χρωματισμένα με το στοιχείο της υπερβολής