Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: υπαίθρια έκταση ή δομημένη επιφάνεια / έκταση γεωγραφική / κενός χώρος / επαγγελματικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει κάποιος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί χώρο μεγαλειώδη
βρίθει ο λ από περιθωριακά άτομα
εντυπωσιακός λ με εκτυφλωτική φωταψία
εξάντλησε το πρωινό της στο χώρο αναμονής ενός καταθλιπτικού ιατρείου
η κατοικία του θυρωρού αποτελεί κοινόκτητο χώρο
κατέλαβε δια των αποσκευών του κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας
πρόκειται για χώρο κύριας χρήσης
το διαμέρισμα διαθέτει & πρόσθετο χώρο ύπνου
το διαμέρισμα διαθέτει στο υπόγειο του κτιρίου & αποθηκευτικό χώρο
το κτίριο διαθέτει επαρκείς βοηθητικούς χώρους
τον εδέχθη σε ένα εντυπωσιακό καθιστικό χώρο
τον επέλεξε ως χώρο ευάερο & ευήλιο
τον περίμενε στο χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου
λ άπλερος & αδιαμόρφωτος