Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειρισμός
- απόδοση: ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιώ κάτι με τα χέρια / τρόπος για να διευθετηθεί κάτι, διαπραγμάτευση / παρουσίαση θέματος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο εκτελών χρέη τροχονόμου κατεύθυνε τη κίνηση των τροχοφόρων με άριστους χειρισμούς