Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειρονομία
- απόδοση: κίνηση των χεριών που συνοδεύει συνήθως την ομιλία κάνοντας αυτή πιο εκφραστική / που αποτελεί την χωρίς λόγια τρόπο συνεννόησης / ανήθικη κίνηση με το χέρι / προκειμένου για αξιέπαινη πράξη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τα δώρα δεν βασίζονται στην χρηματική αξία αλλά σε αυτή καθ΄ εαυτήν την λεπτότητα της χειρονομίας