Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χορηγία
- απόδοση: δαπάνη που κατέβαλλε ο χορηγός παράστασης δραματικού έργου στην Αρχαία Αθήνα / καταβολή δαπάνης από εύπορο άτομο παράγοντα ή το Δημόσιο / η προσφερόμενη αμοιβή σε ανώτατο άρχοντα για τις υπηρεσίες του
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δημιουργήσαμε αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο τεχνών με την πλουσιόδωρη χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση