Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τεχνικός
- απόδοση: που έχει σχέση με την πρακτική εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων / που έχει γίνει με δεξιοτεχνία / ο ειδικευμένος τεχνίτης καθώς κι ο επιστήμονας που εφαρμόζει τις αρχές θεωρητικών επιστημών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαιτείται κατά καιρούς τεχνικός έλεγχος
διαχειρίζεται τεχνική εταιρεία με αντικείμενο τα δημόσια έργα
την συντήρηση ανέλαβε τεχνικό γραφείο ανελκυστήρων