Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τεχνητός
- απόδοση: το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητος
- αντίθετο: φυσικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κάνει χρήση τεχνητής οδοντοστοιχία
πρόκειται για αντίγραφο που δέχθηκε τεχνητή παλαίωση
προσφάτως επισκεφθήκαμε την τεχνητή λίμνη του Μόρνου
τεκνοποίησε με τεχνητή γονιμοποίηση
το κτήμα αρδεύεται με τεχνητή βροχή
υποστηρίζεται από τεχνητό νεφρό