Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναδένδρωση
- απόδοση: δενδροφύτευση απογυμνωμένων εκτάσεων ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητος
- λαθεμένο: αναδάσωση - σχόλιο: ο άνθρωπος απλά αναδενδρώνει η δε φύση αναδασώνει δημιουργώντας οικοσύστημα το καλούμενο δάσος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τα άλση του Παπάγου είναι αποτέλεσμα αναδένδρωσης προηγούμενων & δημιουργικότερων γενεών