Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λογόσπασμος
- απόδοση: διαταραχή του λόγου με εκδήλωση δυσκολίας κατά την άρθρωση οφειλόμενη σε νεύρωση ή υπερβολική συγκίνηση
- συγγενές: τραυλισμός
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’