Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μόρφωμα
- απόδοση: στοιχείο αναπτυσσόμενο εντός των πλαισίων ενός ευρύτερου συνόλου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το νεοεμφανισθέν κόμμα αποτελεί πολιτικό μόρφωμα των ημερών μας