Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διακύβευμα
- απόδοση: που έχει αφεθεί να εξελιχθεί από τυχαίους κι απρόβλεπτους παράγοντες επειδή αδυνατώ να επέμβω / που έχει αφεθεί στην τύχη του
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’