Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σωσίβιο - 1
- απόδοση: επιπλέουσα συσκευή από αδιάβροχο υλικό η κατάλληλη για τους αγνοούντες κολύμβηση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’