Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μοναδικός
- απόδοση: ο ξεχωριστός λόγω ποιοτικής διαφοράς έναντι ομοίων / που είναι μόνος χωρίς την ύπαρξη άλλου
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μοναδική…
λ έγνοια η ανθοφορία της οικονομικής καταστάσεώς του
λ ελπίδα ο Θεός !
λ επιλογή από ό,τι διαφαίνεται στον ορίζοντα
λ ευκαιρία
λ εφικτή λύση
λ πολυτέλεια που απολαμβάνει
λ σκοτούρα η κατάσταση υγείας των γονέων του
μοναδικό…
λ αντίτυπο
λ μέλημα η ανατροφή της κόρης του
λ προσόν