Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μυημένος
- απόδοση: που έχει καταστεί γνώστης / που ακολουθεί συνειδητά θρησκεία λατρεία ή οργάνωση προσιτή συνήθως σε αυστηρά περιορισμένο αριθμό ατόμων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μυημένος από ετών στον εσωτερισμό > στον τεκτονισμό > στον σιωνισμό
παριστάνει τον μυημένο στις καταστάσεις των πολιτικών εξελίξεων
υπήρξε μυημένος στην Φιλική Εταιρεία