Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μικρός
- απόδοση: με διαστάσεις μικρότερες από το σύνηθες / που έχει μικρή ηλικία ή νεώτερος συγκρινόμενος με άλλο πρόσωπο / αναξιόλογος / που δεν είναι έντονος / ο σύντομος χρονικά / ο κατώτερος σε βαθμίδα
- αντίθετο: μεγάλος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζήτησε κατοικία στις μικρές αγγελίες
√ απόδοση: οι ταξινομημένες ανάλογα με το περιεχόμενο που δημοσιευόμενες σε εφημερίδα ή περιοδικό γνωστοποιούν κάτι
αντλεί ευχαρίστηση από τις μικρές απολαύσεις της ζωής
είναι πολύ μικρός για να εκφράζει άποψη σε σοβαρά θέματα
υπέστη μικρά καθίζηση λόγω κακής θεμελίωσης
χρειάζονται & οι μικρές χαρές της ζωής