Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μείζων
- απόδοση: μεγαλύτερος / σημαντικότερος / ο πολύ σημαντικός / με μεγαλύτερο εννοιολογικό εύρος
- αντίθετο: ελάσσων
- γένη: -ων -ων -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί μείζον θέμα του οποίου απαιτείται ορθή διαχείριση & ταχεία αντιμετώπιση
η κυβέρνηση απολαμβάνει της ανοχής της μείζονος αντιπολίτευσης
προβάλετε ως μείζονος σημασίας πρόβλημα
προκειμένου να δευτερολογήσει ζήτησε τον λόγο δια του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου η μείζων αντιπολίτευση
υπήρξε μείζων Έλλην