Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μέγιστος
- απόδοση: που είναι ιδιαίτερα μεγάλος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διέπραξε μέγιστο σφάλμα
εντοπίσθηκε το μέγιστο βάθος της θάλασσας στα ανοικτά της Ρόδου
η ενασχόληση με το εμπόριο του προσέφερε μέγιστη ευμάρεια
μην έχεις υπερβολικές απαιτήσεις διότι η μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνει δεν υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα ανά ώρα
λαμβάνουμε υπ΄ όψιν το μέγιστο ύψος
μεγίστης ακριβείας ρολόι
προ ημερών παρατηρήθηκε η μέγιστη τιμή στα καύσιμα