Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που είναι μεγάλος σε διαστάσεις / που είναι αξιόλογος παρουσιάζοντας σημαντική αξία
- συγγενές: μεγάλος
- γένη: -μέγας -μεγάλη -μέγα
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρεται στην ιστορία ως μέγας στρατηλάτης
αναφέρεται ως μέγας θεατρίνος
αναφέρθηκε σε μεγάλη ανάγκη
γεννάται μέγα ερώτημα
διέπραξε μέγα σφάλμα το οποίο δύσκολα αντιμετωπίζεται
διετέλεσε μέγας πολιτικός ανήρ
έχει μεγάλη ιδέα δια τον εαυτό του
θεωρεί αυτόν μέγα ιατρό
θεωρεί το γεγονός ως μέγα δυστύχημα
θεωρείται στο οικείο περιβάλλον μέγας γυναικάς
μεγάλη σκοτούρα έβαλε στην κεφαλή του
μεγάλος άνδρας των γραμμάτων > της πολιτικής
οι μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού
προ της διαλύσεως υπήρξε μεγάλη χώρα
προέκυψε μέγα πρόβλημα
πρόκειται για μεγάλη απάτη
την κατάσταση επέβαλαν οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις
τον βρήκε μέγα κακό
υπήρξε μέγας & τρανός