Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεγαλειώδης
- απόδοση: που προκαλεί εντύπωση με το μεγαλείο που προσφέρει
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανήμερα της επετείου της επαναστάσεως παρακολουθήσαμε την μεγαλειώδη παρέλαση των ενόπλων δυνάμεων
απολαύσαμε μεγαλειώδη εκδήλωση για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου εις την μητέρα πατρίδα